- ἐπιμαστίδιον
- ἐπιμαστίδιοςonmasc/fem acc sgἐπιμαστίδιοςonneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμαστίδιος — ἐπιμαστίδιος, ον (Α) (για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο μαστίδιος)] … Dictionary of Greek